- ἐγγυεύω
- ἐγγῠεύω,A = ἐγγυάομαι, GDI1804.3 (Delph.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προεγγυεύω — και δωρ. τ. πρωγγυεύω) Α εγγυώμαι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐγγυεύω, άλλος τ. τού ἐγγυῶ «υπόσχομαι, εγγυώμαι»] … Dictionary of Greek